αιματολογία

αιματολογία
Η ειδικότητα της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και τις παθολογικές αλλοιώσεις του αίματος και του αιμοποιητικού συστήματος.
* * *
η Ιατρ.
ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο μελέτης το αίμα, τα αιμοποιητικά όργανα και τις παθήσεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, -ατος + -λογία < λέγω, πρβλ. αγγλ. hematology].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιματολογία — η επιστημονική έρευνα για τη φύση και τις αλλοιώσεις του αίματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιματολογικός — ή, ό [αιματολογία] ο σχετικός με την αιματολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιματολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αιματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… …   Dictionary of Greek

  • αιματολογικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αιματολογία: Έκαναν στον άρρωστο πολλές αιματολογικές αναλύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιματολόγος, ο — η ο επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αιματολογία: Για τις αναλύσεις του αίματος πήγαν σε ειδικό αιματολόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειδίκευση — η 1. ο περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογή, η μερίκευση: Ειδίκευση της έρευνας. 2. απασχόληση ή επίδοση σε ειδικό κλάδο επιστήμης ή τέχνης, η απόκτηση ειδικών γνώσεων: Πήγε στην Ευρώπη για ειδίκευση στην αιματολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”